ευτρήρων

ευτρήρων
εὐτρήρων, -ωνος και επικ. τ. ἐϋτρύρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει αφθονία περιστεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρήρων «περιστέρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”